- ἀνεπτυγμένης
- ἀναπτύσσωunfoldperf part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
τσελιγκάτο — και τσελιγγάτο, το, Ν 1. μορφή ανεπτυγμένης κτηνοτροφικής μονάδας που εξελισσόταν κάθε φορά από τη στάνη μιας εκτεταμένης και ισχυρής οικογένειας με την προσέλκυση διαφόρων μικροκτηνοτρόφων με περιορισμένες δυνατότητες 2. τα βοσκοτόπια τής… … Dictionary of Greek
Βέμπερ, Μαξ — (Max Weber, Ερφούρτη, Γερμανία 1864 – 1920). Γερμανός κοινωνιολόγος. Από τους θεμελιωτές της επιστήμης της κοινωνιολογίας, ο Β. επισήμανε την επίδραση του πολιτιστικού και πολιτικού παράγοντα στην οικονομική ανάπτυξη και στην ατομική συμπεριφορά … Dictionary of Greek
Ιονίων νήσων, περιφέρεια — Διοικητική περιφέρεια (2.318 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) της Ελλάδας με έδρα την Κέρκυρα. Περιλαμβάνει τους νησιωτικούς νομούς Κερκύρας, Λευκάδος, Κεφαλληνίας και Ζακύνθου, δηλαδή τους νομούς που συγκροτούν την ιστορική γεωγραφική περιοχή των… … Dictionary of Greek
Κύμη — I Ονομασία τριών αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Εύβοιας, στην περιοχή της σημερινής Καρυστίας. Άκμασε κατά την αρχαϊκή περίοδο, αλλά έχασε την αυτονομία της μετά την ήττα της στον πόλεμο με τους Χαλκιδείς. Υπήρξε, κατά την επικρατέστερη εκδοχή,… … Dictionary of Greek
Πίστη του Βορρά — Μεγάλη εμπορική τράπεζα καταθέσεων. Ιδρύθηκε το 1848 με την ονομασία Προεξοφλητικό Κατάστημα Λίλης και το 1866 αναδιοργανώθηκε σε Τράπεζα Βιομηχανικής Πίστης και Καταθέσεων Λίλης. Τη σημερινή ονομασία της πήρε το 1884. Η διεύθυνση της τράπεζας… … Dictionary of Greek
Ράι, Ραμοχάν — (1772 ή 1774 – 1853). Ινδός διαφωτιστής, φιλόσοφος, εκκλησιαστικός μεταρρυθμιστής, λογοτέχνης και προάγγελος του ινδικού αστικού εθνικισμού. Έγραψε σε τρεις γλώσσες, στη βεγγαλική, αγγλική και περσική. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια… … Dictionary of Greek